- τσότρα
- και τσιότρα, η, Νξύλινο δοχείο κρασιού ή νερού, αλλ. τσίτσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cotra < ρουμ. ciutura < ιταλ. ciotola < κοτύλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσότρα — τσότρα, η και τσιότρα, η (λ. τουρκ.), ξύλινο παγούρι κρασιού ή νερού των τσοπάνηδων και των γεωργών, η φλάσκα, το φλασκί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σικύα — η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α 1. νεροκολοκυθιά 2. μικρό γυάλινο ποτήρι, παρόμοιο ως προς το σχήμα του με τον καρπό τού παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για επίσπαση, η βεντούζα νεοελλ. 1. ο προκαλούμενος με την βεντούζα ερεθισμός, η επίσπαση 2.… … Dictionary of Greek
τσίτσα — η, Ν 1. τσότρα, φλασκί 2. είδος κοφινού. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη < τιτθίτσα < τίτθη «τροφός»] … Dictionary of Greek
τσιτσάς — ο, Ν αυτός που κατασκευάζει τσίτσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίτσα «τσότρα, φλασκί» + κατάλ. άς (πρβλ. σαμαρ άς)] … Dictionary of Greek
τσιότρα — η, Ν βλ. τσότρα … Dictionary of Greek
φλάσκα — η, ΝΑ, και φλάσκη Ν νεοελλ. δοχείο για κρασί ή νερό, το οποίο κατασκευάζεται από τον καρπό τού φυτού φλασκιά, αλλ. τσότρα αρχ. αγγείο για κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. flasca, ae / flasco, ōnis, λ. γερμανικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
πλόσκα — η (λ. σλαβ.), ξύλινο δοχείο, φλασκί, τσότρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλάσκα — η (λ. λατ.) 1. μεγάλο φλασκί (βλ. λ.). 2. δοχείο νερού ή κρασιού κατασκευασμένο από ξεραμένο καρπό του φυτού «φλασκιά» ή από ξύλο, το νεροκολόκυθο, η τσότρα, η πλόσκα, η τσίτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλασκάκι — το (υποκορ. του φλασκί βλ. λ.), μικρή φλάσκα, μικρό φλασκί, μικρή τσότρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)